- ξεσκούριασμα
- pasını silme
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ξεσκούριασμα — το [ξεσκουριάζω] 1. καθάρισμα μεταλλικών αντικειμένων από τη σκουριά 2. μτφ. α) απόκτηση νέων δυνάμεων, ανάκτηση ζωντάνιας β) ικανοποίηση σεξουαλικής επιθυμίας … Dictionary of Greek